παραπετάννυμαι

παραπετάννυμαι
παραπετάννῠμαι, [tense] pf. -πέπτᾰμαι (in [tense] pres. sense), v. infr. :—[voice] Pass.,
A to be hung before, [tense] pf. part. [voice] Pass.

-πεπετας μένος Plb.33.5.2

; to be stretched, extend along,

σκαιῇ παραπέπταται ἰσθμός D.P.98

, al.
II παραπέπταται Ὄρνις the Bird (i. e. Cygnus) hovers before it with outspread wings, Arat.312.

Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό). 2014.

Игры ⚽ Поможем написать курсовую

Look at other dictionaries:

  • παραπετάννυμαι — Α 1. κρεμιέμαι ως παραπέτασμα μπροστά σε κάποιον 2. απλώνομαι κατά μήκος ή για πολύ 3. φρ. «παραπέπταται ὄρνις» το πτηνό πετά μπροστά του με ανοιγμένα τα φτερά. [ΕΤΥΜΟΛ. < παρ(α) * + πετάννυμαι «απλώνομαι») …   Dictionary of Greek

  • παραπέτασμα — το, ΝΜΑ [παραπετάννυμαι] 1. υφασμάτινο συνήθως προκάλυμμα που κρεμιέται για να κρύψει ή να απομονώσει κάτι («σκηνήν... παραπετάσμασι ποικίλοισι κατεσκευασμένην», Ηρόδ.) 2. μτφ. πρόσχημα («ταῑς τέχναις ταύταις παραπετάσμασιν ἐχρήσαντο», Πλάτ.)… …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”